περιαγόραιος

περιαγόραιος
περιαγόραιος
haunter of the market-place
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιαγόραιος — και περιαγοραῑος, ὁ, Ααυτός που συχνάζει στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] …   Dictionary of Greek

  • περιαγορευτής — ὁ, Α περιαγόραιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”